Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποταμόπλοιο τα ποταμόπλοια
      γενική του ποταμοπλοίου
ποταμόπλοιου
των ποταμοπλοίων
    αιτιατική το ποταμόπλοιο τα ποταμόπλοια
     κλητική ποταμόπλοιο ποταμόπλοια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποταμόπλοιο < ποτάμι + -ο- + πλοίο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική riverboat[1])
(μαρτυρείται από το 1887)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποταμόπλοιο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία