ποταμόπλοιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποταμόπλοιο < ποτάμι + -ο- + πλοίο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική riverboat[1])
- (μαρτυρείται από το 1887)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποταμόπλοιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) μορφή πλοίου που μπορεί να πλέει σε ποτάμι
Συγγενικά επεξεργασία
- ποταμοπλοΐα
- → δείτε τις λέξεις ποτάμι και πλοίο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποταμόπλοιο
- ↑ ποταμόπλοιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας