Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πορφυρών θηλυκό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πορφυρών

  1. γενική πληθυντικού του πορφυρός
  2. γενική πληθυντικού του πορφυρή
  3. γενική πληθυντικού του πορφυρό