πορτοπαράθυρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
το πορτοπαράθυρο (el) ουδέτερο
- οι πόρτες και τα παράθυρα μαζί
- μπαλκονόπορτα ή παραθυρόφυλλο, -α ειδικά σε δωμάτιο ή σπίτι που δεν έχει παράθυρα κι έχει διττό ρόλο
το πορτοπαράθυρο (el) ουδέτερο