Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορτοπαράθυρο τα πορτοπαράθυρα
      γενική του πορτοπαραθύρου
πορτοπαράθυρου
των πορτοπαραθύρων
    αιτιατική το πορτοπαράθυρο τα πορτοπαράθυρα
     κλητική πορτοπαράθυρο πορτοπαράθυρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

το πορτοπαράθυρο (el) ουδέτερο

  1. οι πόρτες και τα παράθυρα μαζί
  2. μπαλκονόπορτα ή παραθυρόφυλλο, -α ειδικά σε δωμάτιο ή σπίτι που δεν έχει παράθυρα κι έχει διττό ρόλο