πορισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πορισμός | οι | πορισμοί |
γενική | του | πορισμού | των | πορισμών |
αιτιατική | τον | πορισμό | τους | πορισμούς |
κλητική | πορισμέ | πορισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πορισμός < ελληνιστική κοινή πορισμός < αρχαία ελληνική πορίζω < πόρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.riˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πορισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πορίζομαι
Συγγενικά επεξεργασία
- ποριστικός
- προσπορισμός
- → δείτε τις λέξεις πορίζομαι και πόρος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πορισμός
|