πορθμίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πορθμίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πορθμίς από την αιτιατική «τὴν πορθμίδα»
Ουσιαστικό επεξεργασία
πορθμίδα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) μικρό σκάφος, άκατος, διαπόρθμευσης, μικρό πορθμείο.
- (γεωγραφία) μικρού μήκους πορθμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
πορθμίδα
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
πορθμίδα θηλυκό