ποντικοφωλιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ποντικοφωλιά | οι | ποντικοφωλιές |
γενική | της | ποντικοφωλιάς | των | ποντικοφωλιών |
αιτιατική | την | ποντικοφωλιά | τις | ποντικοφωλιές |
κλητική | ποντικοφωλιά | ποντικοφωλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποντικοφωλιά θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η φωλιά ποντικού
- (μεταφορικά, μειωτικό) μικρός σε μέγεθος χώρος (δωμάτιο, διαμέρισμα κ.λπ.)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποντικοφωλιά
|