πομπάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πομπάρισμα < πομπάρω
Ουσιαστικό επεξεργασία
πομπάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η διεργασία και το αποτέλεσμα του πομπάρω
- άντληση
Μεταφράσεις επεξεργασία
πομπάρισμα
|