Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύπους < πολύ- + -πους
Και (ουσιαστικοποιημένο).
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: πολύποδας

  Επίθετο επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
πολῠποδ-
ονομαστική / πολύπους τὸ πολύπουν
      γενική τοῦ/τῆς πολύποδος τοῦ πολύποδος
      δοτική τῷ/τῇ πολύπόδ τῷ πολύποδ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολύποδ τὸ πολύπουν
     κλητική ! πολύπους πολύπουν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολύποδες τὰ πολύποδ
      γενική τῶν πολυπόδων τῶν πολυπόδων
      δοτική τοῖς/ταῖς πολύποσῐ(ν) τοῖς πολύποσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολύποδᾰς τὰ πολύποδ
     κλητική ! πολύποδες πολύποδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολύποδε τὼ πολύποδε
      γεν-δοτ τοῖν πολυπόδοιν τοῖν πολυπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ταχύπους' όπως «ταχύπους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πολύπους, -ους, -ουν

  1. που έχει πολλά πόδια
  2. (για χώρους) που έχει πατηθεί από πολλά πόδια

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πολῠποδ-
ονομαστική πολύπους οἱ πολύποδες
      γενική τοῦ πολύποδος τῶν πολυπόδων
      δοτική τῷ πολύποδ τοῖς πολύποσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πολύποδ τοὺς πολύποδᾰς
     κλητική ! πολύπους πολύποδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολύποδε
γεν-δοτ τοῖν  πολυπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πρόπους' όπως «πρόπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πολύπους, -οδος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία