πολυτεχνίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.li.teˈxni.tis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυτεχνίτης αρσενικό (πολυτεχνίτισσα θηλυκό)
- που γνωρίζει πολλές τέχνες και επαγγέλματα
- (μεταφορικά) που τα βγάζει πέρα σε πολλές διαφορετικές καταστάσεις
- (μεταφορικό, με αρνητική σημασία) στη φράση πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης: που καταπιάνεται με πολλά χωρίς να γνωρίζει πουθενά την επιτυχία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυτεχνίτης
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πολυτεχνίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας