Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πολυπρόεδρος οι πολυπρόεδροι
      γενική του/της
του
πολυπροέδρου
πολυπρόεδρου
των πολυπροέδρων
    αιτιατική τον/την πολυπρόεδρο τους/τις
τους
πολυπροέδρους
πολυπρόεδρους
     κλητική πολυπρόεδρε πολυπρόεδροι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυπρόεδρος < πολυ- + πρόεδρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.liˈpɾo.e.ðɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐πρό‐ε‐δρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυπρόεδρος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία