πολυπικραίνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυπικραίνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
πολυπικραίνω
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πολυπικραίνω | πολυπίκραινα | θα πολυπικραίνω | να πολυπικραίνω | πολυπικραίνοντας | |
β' ενικ. | πολυπικραίνεις | πολυπίκραινες | θα πολυπικραίνεις | να πολυπικραίνεις | πολυπίκραινε | |
γ' ενικ. | πολυπικραίνει | πολυπίκραινε | θα πολυπικραίνει | να πολυπικραίνει | ||
α' πληθ. | πολυπικραίνουμε | πολυπικραίναμε | θα πολυπικραίνουμε | να πολυπικραίνουμε | ||
β' πληθ. | πολυπικραίνετε | πολυπικραίνατε | θα πολυπικραίνετε | να πολυπικραίνετε | πολυπικραίνετε | |
γ' πληθ. | πολυπικραίνουν(ε) | πολυπίκραιναν πολυπικραίναν(ε) |
θα πολυπικραίνουν(ε) | να πολυπικραίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πολυπίκρανα | θα πολυπικράνω | να πολυπικράνω | πολυπικράνει | ||
β' ενικ. | πολυπίκρανες | θα πολυπικράνεις | να πολυπικράνεις | πολυπίκρανε | ||
γ' ενικ. | πολυπίκρανε | θα πολυπικράνει | να πολυπικράνει | |||
α' πληθ. | πολυπικράναμε | θα πολυπικράνουμε | να πολυπικράνουμε | |||
β' πληθ. | πολυπικράνατε | θα πολυπικράνετε | να πολυπικράνετε | πολυπικράνετε | ||
γ' πληθ. | πολυπίκραναν πολυπικράναν(ε) |
θα πολυπικράνουν(ε) | να πολυπικράνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πολυπικράνει | είχα πολυπικράνει | θα έχω πολυπικράνει | να έχω πολυπικράνει | ||
β' ενικ. | έχεις πολυπικράνει | είχες πολυπικράνει | θα έχεις πολυπικράνει | να έχεις πολυπικράνει | ||
γ' ενικ. | έχει πολυπικράνει | είχε πολυπικράνει | θα έχει πολυπικράνει | να έχει πολυπικράνει | ||
α' πληθ. | έχουμε πολυπικράνει | είχαμε πολυπικράνει | θα έχουμε πολυπικράνει | να έχουμε πολυπικράνει | ||
β' πληθ. | έχετε πολυπικράνει | είχατε πολυπικράνει | θα έχετε πολυπικράνει | να έχετε πολυπικράνει | ||
γ' πληθ. | έχουν πολυπικράνει | είχαν πολυπικράνει | θα έχουν πολυπικράνει | να έχουν πολυπικράνει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυπικραίνω
|