πολυμιλήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πολυμιλήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πολυμιλώ
- θα πολυμιλήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πολυμιλώ