πολυκαταγραφικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυκαταγραφικό < πολυ- + καταγραφικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυκαταγραφικό ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- πολυκαταγραφικός
- → δείτε τις λέξεις πολύς, καταγράφω και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυκαταγραφικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπολυκαταγραφικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πολυκαταγραφικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολυκαταγραφικός