πολυκαρπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολυκαρπία | οι | πολυκαρπίες |
γενική | της | πολυκαρπίας | — | |
αιτιατική | την | πολυκαρπία | τις | πολυκαρπίες |
κλητική | πολυκαρπία | πολυκαρπίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυκαρπία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυκαρπία θηλυκό
- η παραγωγή πολλών καρπών
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυκαρπία
|