πολυθεϊστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυθεϊστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυθεϊστής αρσενικό (θηλυκό πολυθεΐστρια)
- που πιστεύει σε πολλούς θεούς
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυθεϊστής