πολυδιψία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολυδιψία | οι | πολυδιψίες |
γενική | της | πολυδιψίας | — | |
αιτιατική | την | πολυδιψία | τις | πολυδιψίες |
κλητική | πολυδιψία | πολυδιψίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυδιψία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυδιψία θηλυκό
- (ιατρική) παθολογικά μεγάλη δίψα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυδιψία
|