πολυβολισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυβολισμός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.ɾo.vo.liˈzmos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυβολισμός αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυβολισμός