πολυαναπηρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.li.a.na.piˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐α‐να‐πη‐ρί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυαναπηρία θηλυκό
- (ιατρική, νεολογισμός) η ύπαρξη πολλαπλών αναπηριών
- ※ Ενώ πρόκειται για άτομα με σοβαρές αναπηρίες, ιδίως εγκεφαλική παράλυση, σύνδρομο Down, νοητική υστέρηση, αυτισμό, κινητικά προβλήματα και πολυαναπηρίες, από τις 163 οργανικές θέσεις οι 80 παραμένουν κενές. (Μαρία Δεληθανάση, Βγήκε το πόρισμα του Συνήγορου για το Κέντρο Λεχαινών, Η Καθημερινή, 6 Απριλίου 2011)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυαναπηρία
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr