πολλοστημόριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πολλοστημόριο | τα | πολλοστημόρια |
γενική | του | πολλοστημόριου & πολλοστημορίου |
των | πολλοστημόριων & πολλοστημορίων |
αιτιατική | το | πολλοστημόριο | τα | πολλοστημόρια |
κλητική | πολλοστημόριο | πολλοστημόρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολλοστημόριο < αρχαία ελληνική πολλοστημόριο, ουδέτερο του πολλοστημόριος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολλοστημόριο ουδέτερο
- το ελάχιστο μέρος ενός συνόλου
- (φυσική) κόκκος χρωμοδυναμικού θορύβου, ο θεμέλιος σωματιδιακός λίθος
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολλοστημόριο
|