πολεοδόμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πολεοδόμηση | οι | πολεοδομήσεις |
γενική | της | πολεοδόμησης* | των | πολεοδομήσεων |
αιτιατική | την | πολεοδόμηση | τις | πολεοδομήσεις |
κλητική | πολεοδόμηση | πολεοδομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πολεοδομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολεοδόμηση < από το ουσιαστικό πολεοδόμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολεοδόμηση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολεοδόμηση
|