ποιμενάρχης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποιμενάρχης < μεσαιωνική ελληνική ποιμενάρχης < αρχαία ελληνική ποιμήν + ἄρχω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποιμενάρχης αρσενικό
- (θρησκεία) θρησκευτικός και πνευματικός ηγέτης των πιστών
Συγγενικά επεξεργασία
- ποιμεναρχία
- ποιμεναρχώ
- → δείτε τις λέξεις ποιμένας και άρχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποιμενάρχης
|