Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποιητικότητα οι ποιητικότητες
      γενική της ποιητικότητας των ποιητικοτήτων
    αιτιατική την ποιητικότητα τις ποιητικότητες
     κλητική ποιητικότητα ποιητικότητες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποιητικότητα, λόγια λέξη < ποιητικ(ός) + -ότης > -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποιητικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ποιητικού
  2. τα στοιχεία που έχουν τον χαρακτήρα της τέχνης της ποίησης

  Μεταφράσεις επεξεργασία