ποιητικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ποιητικότητα | οι | ποιητικότητες |
γενική | της | ποιητικότητας | των | ποιητικοτήτων |
αιτιατική | την | ποιητικότητα | τις | ποιητικότητες |
κλητική | ποιητικότητα | ποιητικότητες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποιητικότητα, λόγια λέξη < ποιητικ(ός) + -ότης > -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποιητικότητα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποιητικότητα
|