ποζάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποζάρισμα ουδέτερο
- η ακίνητη στάση που παίρνει κάποιος σύμφωνα με τις οδηγίες ενός φωτογράφου ή ζωγράφου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πόζα
ποζάρισμα ουδέτερο