Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποδόψηστρον < πούς + ψάω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποδόψηστρον ουδέτερο

  • πανί ή πετσέτα ειδικά για το σκούπισμα των ποδιών