ποδοκροτώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποδοκροτώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
ποδοκροτώ
- χτυπώ τα πόδια μου στο έδαφος
- (μεταφορικά) κάνω κρότο με τα πόδια για να εκφράσω αποδοκιμασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποδοκροτώ
|