ποδαράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποδαράκι | τα | ποδαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ποδαράκι | τα | ποδαράκια |
κλητική | ποδαράκι | ποδαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποδαράκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποδαράκι ουδέτερο
- μικρό πόδι
- δημοτικός χορός Θράκης
Μεταφράσεις επεξεργασία
ποδαράκι
|