Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πνευστίασις (μαρτυρείται από το 1880)[1] < αρχαία ελληνική πνευστιά(ω), πνευστιῶ + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πνευστίασις, -εως θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 816, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία