πνευμονοπλευρίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πνευμονοπλευρίτιδα < πνευμονο- + πλευρίτιδα (πλευρό + -ίτιδα) (< λόγιο ενδογενές δάνειο: από τη γαλλική pneumopleurésie ;) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
πνευμονοπλευρίτιδα θηλυκό (παρωχημένο)
- (ιατρική) πνευμονία που συνυπάρχει με πλευρίτιδα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πνευμονοπλευρίτιδα
Πηγές επεξεργασία
- Γ. Μπαμπινίωτης, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, σ. 1448 (έκδ. 1998): «πνευμονία μαζί με πλευρίτιδα».