Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πνευμονοπάθεια οι πνευμονοπάθειες
      γενική της πνευμονοπάθειας των πνευμονοπαθειών
    αιτιατική την πνευμονοπάθεια τις πνευμονοπάθειες
     κλητική πνευμονοπάθεια πνευμονοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πνευμονοπάθεια < πνεύμον(ας) + -ο- + -πάθεια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πνευμονοπάθεια θηλυκό

  • (ιατρική) πάθηση των πνευμόνων
    ※  Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) αποτελεί μακροχρόνια ασθένεια η οποία προκαλεί φλεγμονή στους πνεύμονες ([1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία