πνίξιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpni.ksi.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πνί‐ξι‐μο
Ουσιαστικό επεξεργασία
πνίξιμο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πνίγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πνίξιμο
|
- ↑ πνίξιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας