Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλυντρίδα οι πλυντρίδες
      γενική της πλυντρίδας των πλυντρίδων
    αιτιατική την πλυντρίδα τις πλυντρίδες
     κλητική πλυντρίδα πλυντρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλυντρίδα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλυντρίδα θηλυκό

  • (χημική μηχανική) συσκευή που ευθύνεται για τον καθαρισμό ενός αερίου από αέρια λύματα ή άλλες επιβλαβές ουσίες


  Μεταφράσεις επεξεργασία