Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πλησιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πλησιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλησιάζω
  3. θα πλησιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλησιάζω