Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πληρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πληρώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πληρώνω
  3. θα πληρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πληρώνω