Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πληροφοριοδότης οι πληροφοριοδότες
      γενική του πληροφοριοδότη των πληροφοριοδοτών
    αιτιατική τον πληροφοριοδότη τους πληροφοριοδότες
     κλητική πληροφοριοδότη πληροφοριοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πληροφοριοδότης < πληροφορία + -ο- + δότης (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική informateur)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πληροφοριοδότης αρσενικό (θηλυκό: πληροφοριοδότρια)

  1. κάποιος που δίνει πληροφορίες
  2. (ειδικότερα) μυστικός συνεργάτης ο οποίος δίνει πληροφορίες για κάτι στο οποίο δεν έχουμε άμεση πρόσβαση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία