Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλεῦσις < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πλεῦσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλεῦσις θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα πλευσ-, πλευτ-

→ και δείτε τη λέξη πλέω για θέματα πλε-, πλω- πλου-

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλεῦσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πλέω < *πλέϜ-ω + -σις[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλεῦσις, -εως

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα πλευσ-

→ και δείτε τη λέξη πλέω για θέματα πλε-, πλω- πλου-

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «πλέω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία