πλειστάκις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλειστάκις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλειστάκις < πλεῖστος (πλείστος)
Επίρρημα επεξεργασία
πλειστάκις
- (αρχαιοπρεπές) πάρα πολλές φορές, πολλάκις
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλειστάκις
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλειστάκις < πλεῖστ(ος), υπερθετικός βαθμός του πολύς + -άκις
Επίρρημα επεξεργασία
πλειστάκις [ᾰ]
- πάρα πολλές φορές
Πηγές επεξεργασία
- πλειστάκις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλειστάκις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.