Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλατό < από το γαλλικό plateau υπό την έννοια του μεγάλου επίπεδου χώρου.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλατό ουδέτερο άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία