Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλατίκα οι πλατίκες
      γενική της πλατίκας
    αιτιατική την πλατίκα τις πλατίκες
     κλητική πλατίκα πλατίκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πλατίκα «rutilus erythromorphus» της οικογενείας των κυπρινιδών που ενδημεί και σε λίμνες της Ελλάδας άνω του 38ου παραλλήλου.

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλατίκα < θέμ- πλατ-ύ, λόγω του πεπλατυσμένης μορφής της και κατάληξη -ίκα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλατίκα αρσενικό

ψάρι, ενδημικό των γλυκών υδάτων του βορείου ημισφαιρίου (επιστημονική ονομασία γένους rutilus rutilus

Δείτε επίσης επεξεργασία

ιχθυολ. rutilus prespenis ιδιαίτερο σπάνιο είδος των λιμνών των Πρεσπών.

  Μεταφράσεις επεξεργασία