πλαστικοταινία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλαστικοταινία θηλυκό, πληθυντικός πλαστικοταινίες
- οποιαδήποτε πλαστική ταινία, σε διαστολή με τη χαρτοταινία
- συνηθέστερα η πλαστική αυτοκόλλητη ταινία συσκευασίας, ή η δίχρωμη ενδεικτική κινδύνου, ή απαγόρευσης διέλευσης
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλαστικοταινία
|