Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαστικοταινία οι πλαστικοταινίες
      γενική της πλαστικοταινίας των πλαστικοταινιών
    αιτιατική την πλαστικοταινία τις πλαστικοταινίες
     κλητική πλαστικοταινία πλαστικοταινίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαστικοταινία < πλαστικό + ταινία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλαστικοταινία θηλυκό, πληθυντικός πλαστικοταινίες

  1. οποιαδήποτε πλαστική ταινία, σε διαστολή με τη χαρτοταινία
  2. συνηθέστερα η πλαστική αυτοκόλλητη ταινία συσκευασίας, ή η δίχρωμη ενδεικτική κινδύνου, ή απαγόρευσης διέλευσης

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία