πλαστικοβιομηχανία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλαστικοβιομηχανία < πλαστικό + βιομηχανία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλαστικοβιομηχανία θηλυκό
- βιομηχανία κατασκευής αντικειμένων από πλαστικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλαστικοβιομηχανία
|