πλαστεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πλαστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πλάθομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πλάθομαι
- θα πλαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πλάθομαι