πλανίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλανίδι | τα | πλανίδια |
γενική | του | πλανιδιού | των | πλανιδιών |
αιτιατική | το | πλανίδι | τα | πλανίδια |
κλητική | πλανίδι | πλανίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλανίδι ουδέτερο
- το ροκανίδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλανίδι
|