πλαγιολίσθηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλαγιολίσθηση | οι | πλαγιολισθήσεις |
γενική | της | πλαγιολίσθησης* | των | πλαγιολισθήσεων |
αιτιατική | την | πλαγιολίσθηση | τις | πλαγιολισθήσεις |
κλητική | πλαγιολίσθηση | πλαγιολισθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλαγιολισθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλαγιολίσθηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλαγιολίσθηση θηλυκό
- η ολίσθηση με το πλευρικό τμήμα ενός ή περισσότερων οχημάτων, που συνήθως οδηγεί σε ζημιά, ατύχημα ή και δυστύχημα.
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλαγιολίσθηση
|