Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαγιοδρομία οι πλαγιοδρομίες
      γενική της πλαγιοδρομίας των πλαγιοδρομιών
    αιτιατική την πλαγιοδρομία τις πλαγιοδρομίες
     κλητική πλαγιοδρομία πλαγιοδρομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαγιοδρομία (μαρτυρείται από το 1887)[1] < πλαγιοδρομ(ώ} + -ία < πλαγιο- + δρομ- (< δρόμος) + -ία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pla.ʝi.o.ðɾoˈmi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλαγιοδρομία θηλυκό

  • (ναυτικός όρος) η κατεύθυνση κίνησης ενός ιστιοπλοϊκού σκάφους όταν έχει τον άνεμο κάθετο στην κατεύθυνση προς την οποία κινείται

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 808, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου