πλήμμη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλήμμη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλήμμη
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλήμμη θηλυκό
- εκεί που φτάνει το χειμερινό κύμα
Αντώνυμα επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλήμμη
|