Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλάση οι πλάσεις
      γενική της πλάσης* των πλάσεων
    αιτιατική την πλάση τις πλάσεις
     κλητική πλάση πλάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλάσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλάση < αρχαία ελληνική πλάσις < πλάσσω.πλάττω (αόρ. ἔπλασα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλάση θηλυκό

  • όλα όσα πλάστηκαν, όλα τα έμβια και άβια που δημιουργήθηκαν από το Θεό

  Μεταφράσεις επεξεργασία