πλάνης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | πλάνης | οι | πλάνητες |
γενική | του/της | πλάνητος | των | πλανήτων |
αιτιατική | τον/την | πλάνητα | τους/τις | πλάνητες |
κλητική | πλάνης | πλάνητες | ||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλάνης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλάνης
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλάνης αρσενικό ή θηλυκό ή επίθετο διγενές
- (λόγιο) περιπλανώμενος, που περιπλανιέται
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις πλανήτης και περιπλανιέμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλάνης
|
Πηγές επεξεργασία
- πλάνης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πλάνης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλάνης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.