Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιτυρίδα οι πιτυρίδες
      γενική της πιτυρίδας των πιτυρίδων
    αιτιατική την πιτυρίδα τις πιτυρίδες
     κλητική πιτυρίδα πιτυρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιτυρίδα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή *πιτυρίς < πίτυρον[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.tiˈɾi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐τυ‐ρί‐δα
 
μαλλιά με πιτυρίδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιτυρίδα θηλυκό

  • το αποτέλεσμα της απολέπισης του τριχωτού της κεφαλής με τη μορφή λευκών κομματιών που μοιάζουν με νιφάδες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία