πιτυρίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιτυρίδα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή *πιτυρίς < πίτυρον[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.tiˈɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐τυ‐ρί‐δα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιτυρίδα θηλυκό
- το αποτέλεσμα της απολέπισης του τριχωτού της κεφαλής με τη μορφή λευκών κομματιών που μοιάζουν με νιφάδες
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιπιτυριδικό
- αντιπιτυριδικός
- πιτυρίαση
- πιτυριδικός
- → δείτε τη λέξη πίτουρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πιτυρίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας