πιτάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιτάκι | τα | πιτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πιτάκι | τα | πιτάκια |
κλητική | πιτάκι | πιτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /piˈta.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐τά‐κι
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- πιτάκι < πίτ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιτάκι ουδέτερο
- (υποκοριστικό) μικρή πίτα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πίτα
πιτάκι
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- πιτάκι < πιττάκ(ιο) + -ι για προσαρμογή στη δημοτική με απλοποίηση γραφής του διπλού συμφώνου.
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιτάκι ουδέτερο
- άλλη μορφή του πιττάκιο στη σημασία: επιστολή
- ※ Απόσπασμα επιστολής του Νίκου Βέη από το Μυστρά, το 1909. απόσπασμα@books.google
- Σου γράφω το πιτάκι μου αυτό, που δάκρια καυτερά αγάπης και πόνου το ραντίσανε από την ονειρεμένη σου Πομπηία της μεσοχρονιάτικης Ρωμιοσύνης
- ※ Απόσπασμα επιστολής του Νίκου Βέη από το Μυστρά, το 1909. απόσπασμα@books.google