Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πισώπλατα < πισώ- + πλάτη +

  Επίρρημα επεξεργασία

πισώπλατα

  1. πίσω από την (ή στην) πλάτη
  2. (μεταφορικά) ύπουλα, δόλια

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία